Μια φορά κι έναν καιρό
ήταν ένας κότσυφας
που τον λέγαν Σταύρο.
Απέκτησε φωλιά και κοτσυφόπουλα
και τόσο περήφανος αισθάνθηκε
που βγήκε και κάθονταν στο κλαδί
καμαρωτός-καμαρωτός.
Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους...
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:
"Γεια σου Σταύρο!"
"Δε με λένε Σταύρο,
μον' με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!"
Αλλάζει όμως ο καιρός,
να βροχές, να χαλάζια, να κεραυνοί
πάει η φωλιά πάν' τα κοτσυφόπουλα, παν' όλα,
βγήκε και κάθονταν στο κλαρί μονάχος.
Από μακριά
έρχονται όλα τα πουλιά του δάσους...
Μπεκάτσες, τσίχλες, περιστέρια, αηδόνια,
τσαλαπετεινοί και παγόνια
από μακριά τον χαιρετάνε
κι από κοντά του λένε:
"Γεια σου Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη!"
"Δε με λένε Σταύρο και κυρ Σταύρο
και αφέντη Τσουτσουλομύτη.
Μόνο Σταύρο με λένε, μόνο Σταύρο"...